φρουρά

φρουρά
φρουρά, [dialect] Ion. [suff] φροντ-ρή, : (v. φρουρός fin.):—
A look-out, watch, guard, as a duty, A.Ag.2, Hdt.2.30, IG12.3.26, etc.;

ἐς φ. δόμων E.Or. 1252

;

φρουρὰν ἐτάξαντ' ἐν δόμοις Id.Andr.1099

; φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω shall keep unenviable watch, A.Pr.143 (anap.); ὄμματος φρουρά my watchful eye, S.Tr.226; φρουρᾶς ᾄδων singing while on guard, to keep oneself awake or while away the time, Ar.Nu.721 (anap.);

τοῖς . . πιστοτέροις . . διετέτακτο ἡ φ. Pl.Criti.117d

.
2 a watch of the night,

ἡ νυκτερινὴ φ. Hdn.3.11.6

; v.l. in E.Rh.5 (anap.).
3 prison, ward, Pl.Phd.62b, Grg.525a.
II of persons set to watch, guard, garrison, Hdt.6.26, 7.59, A.Ag.301, Th.3.51, IG22.28.14, etc.; esp. of frontier-posts, X.HG6.5.24, etc.;

στρατειῶν καὶ φρουρῶν Lys.16.18

; ἐξήλθομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης being ordered on garrison-duty, D.54.3;

τὰ κύκλῳ κατέχειν ἁρμοσταῖς καὶ φρουραῖς Id.18.96

;

φρουρὰν ὑποδέχεσθαι Id.58.38

.
2 at Sparta, a body of men destined for service, φρουρὰν φαίνειν proclaim or order out a levy, 'call out the ban', of the ephors and kings, X.HG 3.2.23, 6.4.17; ἐπί τινας ib.4.7.1, etc.; εἰδότες φρουρὰν πεφασμένην ἐφ' ἑαυτούς ib.5.1.29; φ. ἐξάγειν ib.2.4.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρουρά — φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc/acc dual φρουρά̱ , φρουρά look out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρᾷ — φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • φρουρά — η 1. ομάδα ατόμων, ιδίως στρατιωτικών, που έχει αναλάβει τη φρούρηση θέσης, ιδρύματος ή προσώπου: Η φρουρά των φυλακών. – Η φρουρά του προέδρου. 2. το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη: Η φρουρά Θεσσαλονίκης. 3. η υπηρεσία του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σιδηρά Φρουρά — Φασιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1931 στη Ρουμανία. Τα μέλη της χρησίμευσαν σαν πράκτορες του Χίτλερ στη Ρουμανία. Αφού οργάνωσε και εκτέλεσε τη δολοφονία του Ρουμάνου πρωθυπουργού I. Γκ. Ντούκα (1934) τυπικά διαλύθηκε. Ουσιαστικά όμως… …   Dictionary of Greek

  • φρουρᾶι — φρουρᾷ , φρουρά look out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράν — φρουρά̱ν , φρουρά look out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράς — φρουρά̱ς , φρουρά look out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραῖς — φρουρά look out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουραί — φρουρά look out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρᾶς — φρουρά look out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”